Το ιστορικό του μετασχηματισμού του NATO

Η Ατζέντα της Πράγας

  • 01 Jan. 2005 - 31 March 2005
  • |
  • Last updated 04-Nov-2008 02:09

Ο Robert Bell εκτιμά την υλοποίηση των προγραμμάτων μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ της Πράγας, του Norfolk, και του Μονάχου.

Δεν βλέπω το μετασχηματισμό ως κάτι πουαρχίζει μη μετασχηματισμένο για να καταλήξει σε κάτι που έχειμετασχηματιστεί. Τον βλέπω ως μια διαδικασία που είμαστεεξαναγκασμένοι να συνεχίσουμε από τη φύση που έχει ο κόσμος μαςστον 21ο αιώνα, και είναι περισσότερο θέμα κουλτούρας καισυμπεριφοράς, παρά τεχνολογίας και διακηρύξεων.

Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Donald H. Rumsfeld

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Εξωτερικών υπό τονΠρόεδρο Ronald Reagan, ο George Schultz συνέκρινε κάποια στιγμή μεθαυμάσιο τρόπο τη διπλωματία με την προσπάθεια να κρατήσουμε τονκήπο μας ελεύθερο από ζιζάνια: και στις δύο περιπτώσεις, είπε, ποτέδεν μπορεί θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε το έργο μας. Το ίδιο μπορεί ναειπωθεί και για τον «μετασχηματισμό». Όπως παρατήρησε πρόσφατα ουπουργός Rumsfeld, ο μετασχηματισμός είναι περισσότερο μιαδιαδικασία παρά μια τελική κατάσταση, με νέες απαιτήσεις, νέεςπροκλήσεις, και νέα περιβάλλοντα ασφαλείας που απαιτούν συνεχώςπεραιτέρω αλλαγή, περαιτέρω προσαρμογή.

Αν και η λέξη «μετασχηματισμός» είναι της μόδας κατά τα τελευταίαμόνον χρόνια, το ΝΑΤΟ αντιμετώπισε αποτελεσματικά την αναγκαιότηταγια «μετασχηματισμό» από τότε που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση,πριν από δεκαπέντε χρόνια. Έκτοτε, η Συμμαχία είναι συγχρονισμένηκαι αντιμετώπισε και πάλι τις προειδοποιήσεις ότι σε περίπτωση πουδεν θα μπορούσε να «προσαρμοστεί», να «εξελιχθεί» ή να«μεταρρυθμιστεί», τότε διακινδύνευε τόσο τη συνάφειά της όσο καιτην βιωσιμότητά της. Πριν από μια δεκαετία, το ΝΑΤΟ αντιμετώπισετην πρόκληση ή να επεκταθεί «εκτός περιοχής» ή να «παύσει ναλειτουργεί». Οι πολιτικές διαδικασίες με τις οποίες η Συμμαχίαέφθασε τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε ομοφωνία πάνω στηναναγκαιότητα της διεξαγωγής πολέμου εναντίον κάποιου κράτους (τωνυπολειμμάτων της Γιουγκοσλαβίας) που στην πραγματικότητα δενεπιτέθηκε εναντίον εδάφους του ΝΑΤΟ, δικαίως μπορούν να περιγραφούνως η πρώτη μετά τον Ψυχρό πόλεμο επιτυχία «μετασχηματισμού» τηςΣυμμαχίας.

Σήμερα, δεν υπάρχει μια «ατζέντα Μετασχηματισμού τουΝΑΤΟ». Σε κάποιο βαθμό, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις, όπουη κάθε μία από αυτές άρχισε για διαφορετικούς λόγους σεδιαφορετικές εποχές, όμως σήμερα και οι τρεις αλληλοκαλύπτονται καισυσχετίζονται. Αυτές είναι η Ατζέντα της Πράγας, που ξεκίνησε το2002 από τον πρώην Γενικό Γραμματέα Λόρδο George Robertson σεαντίδραση των «εμπειριών από το Κοσσυφοπέδιο και από την 11ηΣεπτεμβρίου» και εστιάστηκε πάνω σε αλλαγές στις δυνατότητες, τιςαποστολές και τις δομές, η Ατζέντα του Norfolk, η οποίαδρομολογήθηκε από τον σημερινό Γενικό Γραμματέα Jaap de HoopScheffer το 2005, σε αντίδραση των «εμπειριών από το Αφγανιστάν»και που εστιάστηκε σε αλλαγές στον σχεδιασμό, τη δημιουργίαδύναμης και την κοινή χρηματοδότηση, και η Ατζέντα τουΜονάχου, που ξεκίνησε από τον Γερμανό Καγκελάριο Gerhard Schroderτο 2005, σε αντίδραση των «εμπειριών από την κρίση στο Ιράκ» καιεστιάστηκε πάνω σε αλλαγές γύρω από τον ρόλο του ΝΑΤΟ (ή από τηνέλλειψη αυτού) ως ενός τόπου για γνήσια διατλαντική στρατηγικήδιαβούλευση και λήψη αποφάσεων.

Η Ατζέντα της Πράγας

Η αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ, διάρκειας 78 ημερών, εναντίοντων υπολειμμάτων της Γιουγκοσλαβίας το 1999 για να σταματήσει ηεθνική εκκαθάριση στο Κοσσυφοπέδιο φανέρωσε κρίσιμες «σειρέςμειονεκτημάτων» μεταξύ των αμερικανικών και των συμμαχικώνστρατιωτικών δυνατοτήτων στο υπερσύγχρονο μέρος του φάσματος τηςσύγκρουσης. Τα στατιστικά τα γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά: το 90%από τα πυρομαχικά συγκεκριμένης στόχευσης εκτοξεύτηκαν από μαχητικάκαι βομβαρδιστικά των ΗΠΑ, και μόνον μερικοί Σύμμαχοι μπορούσαν ναέχουν ασφαλείς επικοινωνίες στον αέρα, αναγκάζοντας τουςσχηματισμούς του ΝΑΤΟ να εκπέμπουν σε ανοικτά κανάλια. Επίσης οιΗνωμένες Πολιτείες παρείχαν το 100% της δυνατότητας παρεμβολών τουΝΑΤΟ, το 90% της παρακολούθησης του εδάφους από τον αέρα, και το80% του εναέριου ανεφοδιασμού. Θορυβημένος από αυτό το «άνοιγμα», οΛόρδος Robertson άρχισε να διατυπώνει με ευκρίνεια την επωδό τουότι οι τρεις ύψιστες προτεραιότητες για το ΝΑΤΟ έπρεπε να είναι οι«δυνατότητες, δυνατότητες, δυνατότητες».

Όμως, και ενώ οι «εμπειρίες από το Κοσσυφοπέδιο» ήταν ακόμη στηδιαδικασία της αφομοίωσης, το στρατηγικό τοπίο του ΝΑΤΟταρακουνήθηκε από την 11η Σεπτεμβρίου. Η Συμμαχία επέδειξε μεγίστηευκινησία και διαρκή σεβασμό πάνω στην αρχή της συλλογικήςασφάλειας επικαλούμενη άμεσα για πρώτη φορά στην ιστορία της τοΆρθρο 5 και, αργότερα, με το να αποστείλει αεροπλάνα AWACS για ναπεριπολούν τους ουρανούς πάνω από πόλεις των ΗΠΑ. Κατά τη συνάντησήτους στο Reykjavik, στην Ισλανδία, τον Μάιο του 2002, οι υπουργοίΕξωτερικών της Συμμαχίας επιβεβαίωσαν επισήμως την απόφαση τηςΣυμμαχίας να πάει όπου είναι απαραίτητο για να πολεμήσει τιςαπειλές για την Συμμαχική ασφάλεια. Και καθ’ όλη τη διάρκεια του2002, το προσωπικό στην έδρα του ΝΑΤΟ σχεδίασε με επιμέλεια έναπεριεκτικό πακέτο για οργανωτικές αλλαγές και για την ενίσχυση τωνδυνατοτήτων που εγκρίθηκαν από τους ηγέτες της Συμμαχίας τονΝοέμβριο του ιδίου έτους κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Πράγας, στοοποίο συμπεριλαμβάνετο η δημιουργία της Δύναμης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ(NRF), η αναδιάταξη των Στρατηγικών της Διοικήσεων, και η έγκρισητων προγραμμάτων εκσυγχρονισμού της Δέσμευσης Δυνατοτήτων τηςΠράγας (PCC). Τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό, ήταν το ότι ηΣυμμαχία προσκάλεσε επτά κράτη να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ καισυμφώνησε να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη δομήκαι στις διαδικασίες στην έδρα του ΝΑΤΟ για να συνεχίσει ναλειτουργεί ομαλά το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο με «τους 26».

Μετά από δυόμισι χρόνια, η πλάστιγγα στην υλοποίηση της Ατζένταςτης Πράγας κλίνει θετικά, αν και κάποια προγράμματα έχουνκαθυστερήσει. Πρώτον, το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο δεν αποδείχθηκεδυσκυβέρνητο «στους 26». Όπως παρατήρησε ο Τσέχος Πρεσβευτής στοΝΑΤΟ Karel Kovanda σε μια ομιλία του στο Κέντρο Marshall στηΓερμανία τον Οκτώβριο του 2003: «Αν οι τέσσερις ή οι πέντε Σύμμαχοιμε σημαντικά αντικείμενα διακύβευσης ενός ή κάποιου άλλου είδουςεπιτυγχάνουν ομοφωνία μεταξύ τους» τότε η συνολική ομοφωνία είναι«ουσιαστικά διασφαλισμένη», είτε ο συνολικός αριθμός των Συμμάχωνείναι 19 ή 26. Δεύτερον, συνεχίζουν να ασπάζονται την απόφαση τουΝΑΤΟ του να αναλάβει «νέες αποστολές» «οποτεδήποτε» απαιτείται απότην απειλή και η οποία πράγματι επεκτάθηκε από τη Συμμαχία, όπωςεπικυρώθηκε από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής τηςΚωνσταντινούπολης για τη διεύρυνση της Διεθνούς Δύναμης Βοηθείαςγια Ασφάλεια (ISAF) στο Αφγανιστάν και από τη συμφωνία που λήφθηκεκατά την πρόσφατη συνεδρίαση και των 26 Συμμάχων στις Βρυξέλλες γιανα συνεισφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην Ιρακινή ΑποστολήΕκπαίδευσης. Τρίτον, η επιτυχία του ΝΑΤΟ στο στήσιμο της νέαςΣυμμαχικής Διοίκησης Μετασχηματισμού και στην επιτάχυνση για τηνπρώτη διαθεσιμότητα της NRF δείχνουν την υποδειγματική ηγεσία τωνΣτρατιωτικών Αρχών του ΝΑΤΟ.

Η εικόνα όσον αφορά τις νέες δυνατότητες, όπως είναι η στρατηγικήθαλάσσια και από αέρος μεταφορά και ο εναέριος ανεφοδιασμός και ταπρογράμματα Επιτήρησης του Εδάφους της Συμμαχίας, είναι λιγότεροσαφής, και όχι τόσο θετική, παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχειεπιτευχθεί κάποια πρόοδος. Η πρωτοβουλία για την μεταφορά από τηνθάλασσα, που καθοδηγείται από την Νορβηγία, έχει προχωρήσει πολύκαλά, με το να είναι διαθέσιμα για χρήση σήμερα πλοία από τη Δανίακαι τη Βρετανία και να έχει διασφαλιστεί η πρόσβαση σε άλλα. ΣτηνΚωνσταντινούπολη, οι υπουργοί Άμυνας υπέγραψαν ένα ΜνημόνιοΣυναντίληψης δεσμευόμενοι ότι το καθοδηγούμενο από τη Γερμανίαπρόγραμμα στρατηγικής από αέρος μεταφοράς θα επιτύχει μέχρι τοτέλος του έτους μια επιχειρησιακή δυνατότητας αερομεταφοράς πολύμεγάλων σε μέγεθος φορτίων μέσω της άμεσης διαθεσιμότητας γιαναύλωση με την χρησιμοποίηση μέχρι 6 μεταγωγικά αεροπλάνα AntonovAn-124-100. Κάτω από ισπανική ηγεσία, η ομάδα εργασίας του ΝΑΤΟπάνω στον εναέριο ανεφοδιασμό συνεχίζει το σχεδιασμό της. Η ΕδαφικήΕπιτήρηση της Συμμαχίας φαίνεται να είναι σε ισορροπία για ναπροχωρήσει στην φάση σχεδιασμού και ανάπτυξης (θεωρώντας ότι είναιαποδεκτός ο παρών κίνδυνος μείωσης της προσπάθειας και επαρκούςχρηματοδότησης από τα συμμετέχοντα κράτη). Το ΝΑΤΟ είχε επίσης σαφήκέρδη από την Πράγα και μετά πάνω στο εξοπλισμό των αεροπορικών τουδυνάμεων με πυρομαχικά που καθοδηγούνται με ακρίβεια, στονκαθορισμό της προτεραιότητας των προσπαθειών συνεργασίας γιαεξοπλισμούς στον τομέα της άμυνας εναντίον της τρομοκρατίας, καιστην έγκριση των σχεδίων για μια ΝΑΤΟϊκή δυνατότητα για ΠυραυλικήΆμυνα στο Θέατρο.

Αλλά στις περισσότερες υποθέσεις απέχουν ακόμη χρόνια οιημερομηνίες «πρώτης διαθεσιμότητας», για αυτές τις κρίσιμεςστρατηγικές δυνατότητες, και το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησηςδεν έχει φθάσει ακόμη. Επιπλέον, καθώς οι Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ(συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών) ολοένα καιπερισσότερο προορίζουν ποσά από τις αμυντικές δαπάνες για τιςεπιχειρήσεις και για τη διατήρηση των αναγκαίων για τις διευρυμένεςπαγκόσμιες επιχειρήσεις, η προτεραιότητα αυτή αρχίζει ναστριμώχνεται ως προς την χρηματοδότηση που διαφορετικά μπορεί ναπήγαινε στα πιο μακροπρόθεσμα προγράμματα εκσυγχρονισμού της PCC.Επιπλέον, με τις άμεσες δυσκολίες για τη διατήρηση πολλώνεπιχειρήσεων αντίδρασης σε κρίσεις του ΝΑΤΟ, που διεκδικούν πολύχρόνο και μεγάλη προσοχή από το Αρχηγείο, πλέον τα κύριαμακροπρόθεσμα προγράμματα εκσυγχρονισμού της PCC δεν εξετάζονταιαπό το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο προσεκτικά με τον ίδιο τρόπο πουγινόταν όταν ο Λόρδος Robertson ασκούσε συνεχώς αυτό που αποκαλούσετην «δικής του προέλευσης πολιτική θεραπεία ηλεκτροσυσπάσεων» γιανα πιέσει τα κράτη να αντιδράσουν στις παραινέσεις του για«δυνατότητες, δυνατότητες, δυνατότητες».

Η Ατζέντα του Norfolk

Σε μια συνάντηση στη Συμμαχική Διοίκηση Μετασχηματισμού τονπερασμένο Απρίλιο, ο Γενικός Γραμματέας de Hoop Scheffer προκάλεσεμια συζήτηση πάνω στο τι αποκαλείται η «Ατζέντα του Norfolk». Αυτέςοι πιθανές αλλαγές στον αμυντικό σχεδιασμό, τη δημιουργία δύναμης,και τις διευθετήσεις για κοινή χρηματοδότηση χρειάζονται, όπωςπιστεύει, για να διορθώσουν «την αποσύνδεση μεταξύ τωνεπανειλημμένων φιλόδοξων δηλώσεών μας και της ικανότητας μας ναβάλουμε στο πεδίο τις απαιτούμενες δυνάμεις» και μια διαδικασίαδημιουργίας δύναμης που «δεν λειτουργεί πλέον». Αποθαρρυμένος πουσυνεχώς έπρεπε να παζαρέψει με τους Συμμάχους για ένα ελικόπτερο ήγια μια μονάδα υποστήριξης, προειδοποίησε με μια ομιλία του στηνΕυρωπαϊκή Διοίκηση τον Οκτώβριο του 2005 ότι: «Αν οι Σύμμαχοι δενείναι σε θέση και δεν επιθυμούν να αναπτύξουν τις δυνάμεις αυτέςγια τις αποστολές του ΝΑΤΟ, τότε η Δαμόκλειος σπάθη θα επικρέματαιπάνω από τις επιχειρήσεις μας και το μέλλον του ΝΑΤΟ».

Ως μέρος της Ατζέντας του Norfolk, το ΝΑΤΟ τον περασμένο Νοέμβριοσυγκάλεσε για πρώτη φορά τη Σύνοδο «Δημιουργίας Παγκόσμιας Δύναμης»για να προσπαθήσει να εναρμονίσει τις δεσμεύσεις των κρατών σεατομικό επίπεδο στις διάφορες εκ περιτροπής αλλαγές στην NRF με τιςδεσμεύσεις τους στις επιχειρήσεις αντίδρασης σε κρίσεις στοΑφγανιστάν, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο. Οισυζητήσεις εντός της Εκτελεστικής Ομάδας Εργασίας πάνω στο θέμα τηςβελτιωμένης πρόβλεψης των εθνικών συνεισφορών στις δυνάμεις τουΝΑΤΟ εντατικοποιήθηκαν. Ο Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής,Στρατηγός Harald Kujat, εξέδωσε ένα έγγραφο Γενικής Προσέγγισης,που έχει ως στόχο να προσφέρει μια στρατιωτική άποψη για το πως ναοργανωθούν ορθολογιστικά οι αρχές σχεδιασμού για την άμυνα, τιςεπιχειρήσεις, τη συλλογή πληροφοριών και τους πόρους.

Οι άλλες επιλογές που διερευνώνται για τη δημιουργία δύναμης ωςμέρος της Ατζέντας του Norfolk περιλαμβάνουν την παραλαβήεναλλακτικών δυνατοτήτων για επιχειρησιακό σχεδιασμό και μιακαλύτερη αίσθηση της προθυμίας των Συμμάχων σε ατομικό επίπεδο γιασυνεισφορά με συγκεκριμένες δυνατότητες προτού προχωρήσει ηΣυμμαχία στην πολιτική δέσμευση για να επέμβει σε μια κρίση ήσύγκρουση, την ανάπτυξη καλυτέρων στόχων διαθεσιμότητας καιαποτελέσματος για την αποτίμηση της ικανότητας ενός κράτους για τηναποτελεσματική ανάπτυξη των δυνάμεών του σε επιχειρήσεις αντίδρασηςσε κρίσεις, τη διεύρυνση του χρονικού πλαισίου στα δύο χρόνια γιατη δέσμευση δυνάμεων προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότηταπρόβλεψης, και το να ζητηθεί από τα κράτη να «αποσύρουν» αυτή τηδέσμευση αντί να αναμένει κανείς να «συμμετάσχουν» τα κράτη αυτάμέσα από διαδοχικές πιο βραχυπρόθεσμες δεσμεύσεις στρατευμάτων ήεξοπλισμού σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση αντίδρασης σε κρίσεις,και τη δημιουργία νέων πολυεθνικών δομών αφιερωμένων στους μετά τησύγκρουση σταθεροποιητικούς ρόλους.

Στον τομέα της μεταρρύθμισης της κοινής χρηματοδότησης, ο ΓενικόςΓραμματέας προκάλεσε συζήτηση πάνω στην αύξηση των κοινώνστρατιωτικών προϋπολογισμών – το Πρόγραμμα Επένδυσης για Ασφάλειατου ΝΑΤΟ (NSIP) και ο Στρατιωτικός Προϋπολογισμός – και στηνχρησιμοποίησή τους στις πιο επιχειρησιακές πλευρές των σημερινώναναπτύξεων του ΝΑΤΟ, την αξιοποίηση περισσοτέρων αναδόχωνυπεργολάβων, και τη δημιουργία ομάδων όπως αυτές του «NATO AWACS»και προϋπολογισμών στους τομείς της διοικητικής μέριμνας, τωνιατρικών υπηρεσιών και της μεταφοράς με ελικόπτερο.

Σε αυτό το στάδιο, είναι πολύ δύσκολο να αποτολμήσουμε μιαεκτίμηση της προόδου της Ατζέντας του Norfolk. Oι αρχικέςσυζητήσεις σε μια σειρά τομέων, αν και, δείχνουν ότι το μέλλονείναι δύσκολο, ειδικά σε ότι έχει να κάνει με την λεπτομερήεπιθεώρηση και τη διεύρυνση των κανόνων καταλληλότητας για τουςλογαριασμούς του NSIP και του Στρατιωτικού Προϋπολογισμού (όπου,μεταξύ άλλων πραγμάτων, μια φαινομενικά προβληματική διαμάχη πάνωστον εθνικό καταμερισμό του κόστους προκάλεσε αδιέξοδο) και τηναντιμετώπιση με επιτυχία της επιφύλαξης μερικών Συμμάχων στο ναπαράσχουν στο ΝΑΤΟ σημαντικά μεγαλύτερη πληροφόρηση πάνω στηνανάπτυξη των δυνάμεών τους.

Η Ατζέντα του Μονάχου

Στο συμπέρασμα της συνάντησης τους τον Φεβρουάριο στις Βρυξέλλες,οι Συμμαχικοί ηγέτες αυτοδεσμεύτηκαν να «ενισχύσουν τον ρόλο τουΝΑΤΟ ως ενός φόρουμ για στρατηγική και πολιτική διαβούλευση καισυντονισμό μεταξύ των Συμμάχων, ενώ την ίδια στιγμή επαναβεβαιώνουντην θέση του ως ουσιώδους φόρουμ για διαβούλευση ασφαλείας μεταξύτης Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής».

Η πρωτοβουλία αυτή τερμάτισε μια σύντομη αλλά έντονη περίοδοδιαβουλεύσεων που παρακινήθηκαν πριν από δέκα ημέρες από την γραπτήπαρέμβαση του Καγκελαρίου Schroeder (που διαβάστηκε από τον ΥπουργόΆμυνας Peter Struck, καθώς ασθένησε ο Καγκελάριος) κατά τη Σύνοδοτου Μονάχου πάνω στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφαλείας. Εκεί οισχυρισμός του Καγκελαρίου ότι το ΝΑΤΟ «δεν ήταν πλέον ο κύριοςτόπος όπου οι διατλαντικοί συνέταιροι συζητούν και συντονίζουν τιςστρατηγικές» και η πρότασή του για «μια υψηλού επιπέδου ομάδα απόανεξάρτητες προσωπικότητες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού γιανα μας βοηθήσουν να βρούμε μια λύση» για να αποφευχθούν μελλοντικέςκρίσεις όπως αυτή του Ιράκ προκάλεσε τα πρωτοσέλιδα των ειδήσεωνκαι κάποια ανησυχία μεταξύ των ανωτέρων αξιωματούχων τόσο του ΝΑΤΟόσο και των ΗΠΑ οι οποίοι εμφανίστηκαν ανέτοιμοι.

Το ΝΑΤΟ αντιμετώπισε αποτελεσματικά τηναναγκαιότητα για «μετασχηματισμό» από τότε που κατέρρευσε ηΣοβιετική Ένωση, πριν από δεκαπέντεχρόνια.

Στην επακολουθήσασα αντιπαράθεση, οιΓερμανοί αξιωματούχοι πάσχισαν πάρα πολύ για να τονίσουν ότι οΚαγκελάριος δεν επέκρινε το ΝΑΤΟ, αλλά ήθελε να το ενισχύσει. Απότην πλευρά τους, οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έτειναν ναδιαφοροποιούνται μεταξύ της υπόδειξης του «εξωτερικού πάνελ» (τηνοποία απέρριψαν) και της υποκρυπτόμενης ουσιαστικής κριτικής. Ούτωςή άλλως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήτανπρόθυμες να χρησιμοποιήσουν το ΝΑΤΟ ως το κύριο μέρος για νασυζητήσουν και να συντονίσουν τέτοιες θεμελιώδεις αμερικανικέςστρατηγικές αποφάσεις όπως αυτές πάνω στο πώς και που να επιτεθούνστους Ταλιμπάν και την Al Qaeda στο Αφγανιστάν ή για το πόσοδιάστημα να δώσουν στη διαδικασία επιθεώρησης του ΣυμβουλίουΑσφαλείας του ΟΗΕ για να φέρει αποτελέσματα προτού να προχωρήσουνσε πόλεμο με το Ιράκ. Ούτε υπήρξε το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο οκύριος τόπος για στρατηγική διαβούλευση μεταξύ των ΗνωμένωνΠολιτειών και των Συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ πάνω σε τέτοιας υψηλήςπροτεραιότητας θέματα όπως η παρεμπόδιση να αποκτήσει πυρηνικά όπλατο Ιράν ή η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποσύρει το εμπάργκοόπλων προς την Κίνα.

Στην πράξη, ο Καγκελάριος Schroder εξέφραζε την απορία για το κατάπόσο όλες οι μεταρρυθμίσεις για μετασχηματισμό που δρομολογήθηκανστην Πράγα και το Norfolk δεν θα είχαν νόημα, εάν η Συμμαχίααδυνατούσε να λειτουργήσει ως ένας αληθινός συνεταιρισμός στιςστρατηγικές φάσεις λήψης αποφάσεων πριν από τη σύγκρουση. Με αυτήτην έννοια, δεν ήταν απλά το μόνιμο γνωμικό του Στρατηγού Charlesde Gaulle – «Τι χρησιμότητα έχει ο στρατηγικός σχεδιασμός αν δενείναι διαθέσιμα τα μέσα για να τον υλοποιήσεις;» - μέσα στο μυαλότου, αλλά αντηχούσαν επίσης και οι πικρίες από την ποιότητα τουπολιτικού διαλόγου στο ΝΑΤΟ, κάτι που είχε θιχθεί πρωτύτεραδημοσίως από άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου και τουίδιου του Γενικού Γραμματέα de Hoop Scheffer.

Μέχρι τη στιγμή που συνήλθε η Σύνοδος Κορυφής των Βρυξελλών, όλατα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν επιλύσει το θέμα για να προβάλλουν μεεντυπωσιακό τρόπο το θετικό. Όπως είπε ο Πρόεδρος George W. Bush σεμια συνέντευξη τύπου την επομένη ημέρα: «Εγώ ερμήνευσα ότι τασχόλια εννοούσαν ότι θέλει να παραμείνει το ΝΑΤΟ μέσα στα πράγματα,ένας χώρος όπου υπάρχει σοβαρός στρατηγικός διάλογος. Και αυτό ήτανολοφάνερο σε οποιονδήποτε καθόταν γύρω από το τραπέζι. Η συνάντησηέληξε με τον Jaap να λεει σε όλους ότι θα επανέλθει με ένα σχέδιογια να διασφαλίσει ότι είναι ουσιώδης ο στρατηγικός διάλογος στοΝΑΤΟ».

Βεβαίως το να συμφωνήσεις να φτιάξεις ένα σχέδιο είναι ένα πράγμα.Και άλλο είναι να επιτύχεις συναίνεση πάνω στη δικαιοδοσία γιαπολιτική αντιπαράθεση απόψεων που δεν περιορίζεται από κανόνες. Απότην πλευρά τους, εκείνοι οι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι που παραδοσιακά σεελάχιστο βαθμό επιθυμούσαν να επιτρέψουν στο ΒορειοατλαντικόΣυμβούλιο να συζητήσει θέμα που θεωρούσαν αποκλειστικά ως δουλειάτης Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ο Γαλιλαίος και το εμπάργκο όπλων προςτην Κίνα, πρέπει τώρα να δεχθούν αυτό που προηγουμένως έβλεπαν ως«παρέμβαση» του ΝΑΤΟ. Και από την πλευρά τους, οι ΗνωμένεςΠολιτείες θα πρέπει να βρουν κάποιους τρόπους για να εισάγουν γιασυζήτηση στο Βορειοατλαντικό Συμβούλιο στρατηγικά θέματα που δενέχουν συμφωνηθεί ακόμη εντός της ενδο υπηρεσιακής διαδικασίας, μησυνυπολογιζομένης της εξέτασης για έγκριση από το Κογκρέσο. Με αυτόως δεδομένο, η πρόκληση της πραγματικής «διαβούλευσης» με τουςΣυμμάχους σε αντίθεση με την απλή «πληροφόρησή» τους για αποφάσειςπου έχουν ήδη ληφθεί δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο εκφοβιστικήαπό ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζει κλασσικά οποιασδήποτεαμερικανική κυβέρνηση προσπαθώντας να σχηματίσει πραγματικούςσυνεταιρισμούς με το Καπιτώλιο, ή για τον σκοπό αυτό, με τουςκύριους συνεταίρους της εντός των «συνασπισμών από θέληση».

Συνεχίζοντας με αποφασιστικότητα

Το ΝΑΤΟ σήμερα, από την μία πλευρά, αναγνωρίζεται δημοσίως απότους ηγέτες των πλέον ισχυρών μελών ως «πιο ενεργό από ποτέ», «ηπλέον πετυχημένη συμμαχία στην ιστορία», και ως «η ζωτικής σημασίαςσχέση για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την ασφάλεια». Μπορείδικαιολογημένα με υπερηφάνεια να εστιάσει στις επιτυχίες της πουαφορούν τη διεύρυνση των μελών του, την αναδιοργάνωση της δομής τουτης διοίκησης και της οργάνωσης του αρχηγείου του, για τη διεύρυνσητων επιχειρήσεών του και για την επιχειρησιακή του ευρύτητα, καιγια το ότι προόδευσε στον εκσυγχρονισμό του καταλόγου τωνδυνατοτήτων του για να αντιμετωπίσει νέες απειλές και προκλήσειςγια την ασφάλεια.

Από την άλλη πλευρά, επιμένουν ακόμη οι ενδοιασμοί γύρω από τονκίνδυνο της αποτυχίας. Από τον Γενικό Γραμματέα και κάτω, οοργανισμός θρηνεί για την αποσύνδεση που υπάρχει μεταξύ τηςπροθυμίας των Συμμάχων στο να ασπαστούν νέες αποστολές καιδυνατότητες, από την μία πλευρά, και στο να δεσμεύσουν το ανθρώπινοδυναμικό, τον εξοπλισμό και τους πόρους που χρειάζονται για ναεκπληρώσουν τις αποστολές αυτές και τις δυνατότητες. Και στις δύοπεριπτώσεις, οι επικριτές, και όχι μόνο αυτοί, αναρωτιούνται για τοκατά πόσο υπάρχει πραγματικά η απαιτουμένη πολιτική θέληση.Επιπλέον, ο Καγκελάριος Schroder φυσικά και άγγιξε ένα ευαίσθητονεύρο τονίζοντας δημόσια την υποβαθμισμένη σπουδαιότητα του ΝΑΤΟ ωςτου τόπου για γνήσια διατλαντική λήψη αποφάσεων πάνω σε θέματα πουέχουν υπερβολική στρατηγική σημασία.

Όμως το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει με αποφασιστικότητα, όπως το έκανεπάντοτε. Ως μια αναντικατάστατη συμμαχία για ασφάλεια τηςδιατλαντικής κοινότητας των κρατών, το ΝΑΤΟ μπορεί να είμαστεβέβαιοι ότι θα συνεχίσει να επιδιώκει τις τρεις ατζέντες του γιαμετασχηματισμό – της Πράγας, του Norfolk και του Μονάχου – με καλήπρόθεση και κοινό σκοπό, παρότι διστακτικά, παρότι πλημμελώς. Απότο αποτέλεσμα εξαρτώνται πολλά.

Ο Robert G. Bell ήταν Βοηθός ΓενικόςΓραμματέας του ΝΑΤΟ για Αμυντική Επένδυση μεταξύ 1999-2003 καισήμερα εργάζεται στις Βρυξέλλες ως ανώτερος αντιπρόεδρος τηςSAIC.